- Σεβάσμεια
- Σεβάσμ-εια, τά,A v. Σεβάσμιος 11.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σεβάσμεια — και σεβασμεῑα, τὰ, Α βλ. σεβάσμιος … Dictionary of Greek
σεβάσμιος — α, ο / σεβάσμιος, ία, ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. σεβάσμεια και σεβασμεῑα Α [σεβασμός] άξιος σεβασμού, σεβαστός («σεβάσμιος γέροντας») νεοελλ. προσφώνηση τού προϊσταμένου τεκτονικής στοάς αρχ. 1. (ως επίκληση ή επώνυμο Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός … Dictionary of Greek